«Ξυπνάω στις 0700, σηκώνομαι στις 0730, τρώω στις 0750 και στις 0800 φεύγω, 0805 παίρνω το 731, 0820 είμαι στο μετρό του Αγίου Αντωνίου, στις 0840 είμαι στο Σύνταγμα και στις 0850 χτυπάω κάρτα.
Κατά μέσο όρο στις 18.00 χτυπάω κάρτα, στις 18.10 παίρνω το τρόλεϊ, στις 1820 είμαι στο μετρό του Συντάγματος και στις 1940 είμαι στο Περιστέρι στον Άγιο Αντώνη, στις 19.50 παίρνω το τρόλεϊ με το νούμερο 25 και σε είκοσι λεπτά είμαι σπίτι μου και τρώω.»
Έτσι ξεκινάει και έτσι τελειώνει η μέρα στη δουλειά. Το ενδιάμεσο δεν είμαι σε θέση να περιγράψω διότι κάθε πληροφορία και εμπειρία που βιώνω σε εκείνο το 8ωρο διαγράφεται με την έξοδο μου από την εταιρεία.
Αυτό λογικά συμβαίνει λόγω του δυσάρεστου της παραμονής μου στη Βασιλέως Κωνσταντίνου και της επιμονής του οργανισμού μου να αντιστέκεται στην προσαρμογή σε εκείνο το άσπρο περιβάλλον (όλα είναι άσπρα εκεί μέσα, τοίχοι, ντουλάπες, πατώματα, χαρτιά, άνθρωποι, σχέσεις).
Αυτά τα κενά μνήμης άραγε λειτουργούν υπέρ ή εναντίον μου; Μου είναι αδιάφορο νομίζω. Το μόνο που ενδιαφέρει νομίζω είναι η επιβίωση. Γι’ αυτήν κυρίως ενδιαφέρονται οι άλλοι και αυτό πάντα σου τονίζουν «να έχεις γερό στομάχι να αντέξεις», «να τα καταφέρεις», «δε σε φοβάμαι εσένα, θα τα καταφέρεις».
Μήπως κι αυτοί έχουν κενά μνήμης; Μήπως αυτοί δεν έχουν κενά μνήμης; Μήπως ξέρουν κάτι που δεν ξέρω; Μήπως μου κρύβουν κάτι; Μήπως όλα αυτά δεν είναι τίποτα παραπάνω παρά το δικό μου matrix; Μήπως πάλι μαλακίζομαι επειδή στα μέσα του κειμένου βαρέθηκα;
Ε βέβαια βαρέθηκα, αν πληρωνόμουν δε θα βαριόμουν τόσο εύκολα, αλλά και πάλι για τέτοιες μαλακίες ποιος να πληρώσει και γιατί;
Μια ματαιότητα τελικά ο κόσμος όλος και ο θεός ένα μανταρίνι*.
*Κέρουακ.
Κατά μέσο όρο στις 18.00 χτυπάω κάρτα, στις 18.10 παίρνω το τρόλεϊ, στις 1820 είμαι στο μετρό του Συντάγματος και στις 1940 είμαι στο Περιστέρι στον Άγιο Αντώνη, στις 19.50 παίρνω το τρόλεϊ με το νούμερο 25 και σε είκοσι λεπτά είμαι σπίτι μου και τρώω.»
Έτσι ξεκινάει και έτσι τελειώνει η μέρα στη δουλειά. Το ενδιάμεσο δεν είμαι σε θέση να περιγράψω διότι κάθε πληροφορία και εμπειρία που βιώνω σε εκείνο το 8ωρο διαγράφεται με την έξοδο μου από την εταιρεία.
Αυτό λογικά συμβαίνει λόγω του δυσάρεστου της παραμονής μου στη Βασιλέως Κωνσταντίνου και της επιμονής του οργανισμού μου να αντιστέκεται στην προσαρμογή σε εκείνο το άσπρο περιβάλλον (όλα είναι άσπρα εκεί μέσα, τοίχοι, ντουλάπες, πατώματα, χαρτιά, άνθρωποι, σχέσεις).
Αυτά τα κενά μνήμης άραγε λειτουργούν υπέρ ή εναντίον μου; Μου είναι αδιάφορο νομίζω. Το μόνο που ενδιαφέρει νομίζω είναι η επιβίωση. Γι’ αυτήν κυρίως ενδιαφέρονται οι άλλοι και αυτό πάντα σου τονίζουν «να έχεις γερό στομάχι να αντέξεις», «να τα καταφέρεις», «δε σε φοβάμαι εσένα, θα τα καταφέρεις».
Μήπως κι αυτοί έχουν κενά μνήμης; Μήπως αυτοί δεν έχουν κενά μνήμης; Μήπως ξέρουν κάτι που δεν ξέρω; Μήπως μου κρύβουν κάτι; Μήπως όλα αυτά δεν είναι τίποτα παραπάνω παρά το δικό μου matrix; Μήπως πάλι μαλακίζομαι επειδή στα μέσα του κειμένου βαρέθηκα;
Ε βέβαια βαρέθηκα, αν πληρωνόμουν δε θα βαριόμουν τόσο εύκολα, αλλά και πάλι για τέτοιες μαλακίες ποιος να πληρώσει και γιατί;
Μια ματαιότητα τελικά ο κόσμος όλος και ο θεός ένα μανταρίνι*.
*Κέρουακ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου